ἀσθματώδης

ἀσθματώδης
ἀσθμ-ατώδης, ες, = foreg., Hp.Epid.2.2.19,4.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀσθματώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀσθματώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀσθματώδης masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασθματώδης — (Α ἀσθματώδης [ ους], ες) [άσθμα] ο ασθματικός …   Dictionary of Greek

  • ἀσθματώδει — ἀσθματώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσθματώδης masc/fem/neut dat sg ἀσθματώδεϊ , ἀσθματώδης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθματῶδες — ἀσθματώδης masc/fem voc sg ἀσθματώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθματώδεις — ἀσθματώδης masc/fem acc pl ἀσθματώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσθματώδους — ἀσθματώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσθμα — το (AM ἄσθμα και ἆσθμα) ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα αρχ. μσν. 1. η πνοή, η αναπνοή 2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου) αρχ. 1. το λαχάνιασμα 2. ο επιθανάτιος ρόγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άσθμα < *άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”